- παραστορέννυμι
- παραστορέννυμι,A lay flat, lay low, ἐγώ σε . . παραστορῶ ([dialect] Att. [tense] fut.) Ar.Eq.481 :—[voice] Pass.,
παραστόρνυται Hsch.
(with corrupt expl.) :— so [suff] παραστῐχ-στρώννυμι, [tense] aor.-έστρωσα J.BJ7.9.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.